- κιθαρῳδία
- κιθαρῳδίᾱ , κιθαρῳδίαfem nom/voc/acc dualκιθαρῳδίᾱ , κιθαρῳδίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιθαρῳδίᾳ — κιθαρῳδίαι , κιθαρῳδία fem nom/voc pl κιθαρῳδίᾱͅ , κιθαρῳδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρωδία — ἡ (Α κιθαρῳδία) [κιθαρωδώ] κρούση τής κιθάρας, κιθάρισμα με συνοδεία ωδής, άσματος … Dictionary of Greek
κιθαρῳδίας — κιθαρῳδίᾱς , κιθαρῳδία fem acc pl κιθαρῳδίᾱς , κιθαρῳδία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρῳδίαι — κιθαρῳδία fem nom/voc pl κιθαρῳδίᾱͅ , κιθαρῳδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρῳδίαν — κιθαρῳδίᾱν , κιθαρῳδία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρῳδίαις — κιθαρῳδία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρωδικός — κιθαρῳδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κιθαρωδία («κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαρωδική η κιθαρωδία, η κιθαριστική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθαρῳδός, ή < κιθαρῳδία] … Dictionary of Greek
Kitharöde — Ein Kitharöde (von griechisch κιθαρῳδός; lateinisch citharoedus) war im antiken Griechenland ein Dichter, der seine Gedichte selbst sang und sich dabei auf der Kithara begleitete. Die Kitharöden bildeten einen Teil der Nachfolge der homerischen… … Deutsch Wikipedia
κιθαρωιδίας — κιθαρωιδίᾱς , κιθαρῳδία fem acc pl κιθαρωιδίᾱς , κιθαρῳδία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek